-
1 δάφνα
1 bay δᾰφνᾳ τε χρυσέᾳ κόμας ἀναδήσαντες sc. the Hyperboreans P. 10.40 ὅρπακἀγλαὸν δάφνας ὀχέοισα (cf. titulum a Snell e Proclo et Pausania suppletum: < Θηβαίοις δαφνηφορικὸν εἰς Ἰσμήνιον>) Παρθ. 2.. τὶν γὰρ εὔφρων ἕψεται πρώτα θυγάτηρ ὁδοῦ δάφνας εὐπετάλου σχεδὸν βαίνοισα πεδίλοις ( δάφνας with σχεδὸν edd. vulg., walking in her sandals near the bay, i. e. the bay decorated κωπώ: with πεδίλοις Wil.) Παρθ. 2. 69. -
2 ἀνα-δέω
ἀνα-δέω (s. δέω), 1) umbinden, umkränzen, τινὰ στεφάνοις, κόμας δάφνᾳ, Pind. P. 2, 6. 10, 40; ὃν στέφανοι ἀνέδησαν ἔϑειραν I. 4, 8; med., ἀνδησάμενοι κόμας ἐν ἔρνεσιν N. 11, 28; τοὺς νικῶντας Ar. Plut. 589; komisch, κἀγὼ δ' ἀναδῆσαι βούλομαι εὐαγγέλιά σε – κριβανωτῶν ὁρμαϑῷ, mit einem Prätzelting, 764; so auch in Prosa, στεφάνῳ Thuc. 4, 121; τὴν κεφαλὴν ἀναδήσω Plat. Conv. 212 e u. sp. D.; ἄνϑος ἐπὶ κροτἀφοις Antiphan. 4 (XI, 168); übertr., ehren, τροφῇ τε καὶ τοῖς ἄλλοις ἀναδοῦνται Plat. Rep. V, 465 d. – 2) aufbinden, med., ἀναδούμενοι κρώβυλον Thuc. 1, 6. – 3) Her. anknüpfen, ἑαυτὸν, πατριήν, ἐς ϑεόν, ἐς ἢρωα, 2, 143, an einen Gott, von einem Gott als Stammvater sein Geschlecht ableiten; ἀναδεδέσϑαι ἔκ τινος, an etwas angebunden sein, Plut. Eum. 11. – Bei Sp. ἀναδεῖσϑαι κλέος, αἶσχος, δόξαν, sich Ehre, Schande, Ruhm erwerben; aber ἀναδεδέσϑαι διαδήματι, eigtl. mit dem Diadem gekrönt, Plut. Caes. 61. – Med. Ein erobertes Schiff an das eigene anknüpfen u. fortschaffen (ins Schlepptau nehmen), Thuc. 2, 90 ἀναδούμενοι εἷλκον; Xen. Hell. 1, 6, 21 u. öfter; Dem. 50, 20; Pol. 1, 28, der auch ἀναδεδεμένος τὴν ναῦν 16, 6 von einem sagt, der das feindliche Schiff gefangen fortführt; ἀπάγει αὐτοὺς ἀναδησάμενος τῶν ὤτων Luc. lup. trag. 15, an den Ohren sie fesselnd.
-
3 αναδεω
поэт. тж. ἀνδέω1) тж. med. повязывать(τὰς κεφαλὰς μίτρῃσι Her.)
2) обвивать, украшать(κόμας δάφνᾳ Pind.; χρυσῷ στεφάνῳ Thuc.: λόγχην ταινίαις καὴ στεφανώμασι Plut.)
3) вплетать(ἄνθος ἐπὴ κροτάφοις Anth.)
4) увенчивать(τοὺς νικῶντας Arph.)
; перен. награждать(τροφῇ τε καὴ τοῖς ἄλλοις Plat.)
5) короновать(τινα Plut.)
6) med. подвязывать, завязывать себе(κρώβυλον τῶν τριχῶν Thuc.)
7) привязывать(τι πρός τι Plut.)
τὰς νεὰς ἀναδούμενοι εἷλκον Thuc. — они взяли на буксир и потащили суда;ἀναδεῖσθαί τι ἔκ τινος Plut. — ставить что-л. в связь с чем-л.8) перен. связывать (родством), соединятьἀναδῆσαι ἑαυτὸν ἔς τινα Her. — вести свою родословную от кого-л.
-
4 ἀναδέω
a bind on top, crown (med., one's own head)ἀνέδησεν Ὀρτυγίαν στεφάνοις P. 2.6
δάφνᾳ τε χρυσέᾳ κόμας ἀναδήσαντες εἰλαπινάζοισιν εὐφρόνως P. 10.40
ἀνδησάμενός τε κόμαν ἐν πορφυρέοις ἔρνεσιν N. 11.28
τῶν (sc. στεφάνων)ἀθρόοις ἀνδησάμενοι θαμάκις ἔρνεσιν χαίτας I. 1.28
Δωρίων αὐτῷ στεφάνωμα κόμᾳ πέμπεν ἀναδεῖσθαι σελίνων (Er. Schmid: ἀνδεῖσθαι codd.) I. 2.16 ἀν]δησάμεναι πλοκάμους μύρτων ὑπ[ (supp. Lobel.) Πα. 13a. 16.b of the crowns themselves, bindὅντιν' ἀθρόοι στέφανοι χερσὶ νικάσαντ ἀνέδησαν ἔθειραν ἢ ταχυτᾶτι ποδῶν I. 5.9
-
5 εἰλαπινάζω
1 make merry δάφνᾳ τε χρυσέᾳ κόμας ἀναδήσαντες εἰλαπινάζοισιν εὐφρόνως sc. Hyperboreans P. 10.40 -
6 εὔφρων
aI of gods, gracious, kindἀλλ' ὦ Κρόνιε παῖ Ῥέας, εὔφρων ἄρουραν ἔτι πατρίαν σφίσιν κόμισον O. 2.14
θεὸς εὔφρων εἴη λοιπαῖς εὐχαῖς O. 4.12
νιν εὔφρων δέξεται P. 9.73
II of men, merry [ εὔφρονος Κάδμοιο (Π: εὐθρόνοις codd.) O. 2.22]ἔνθα μιν εὔφρονες ἶλαι σὺν καλάμοιο βοᾷ θεὸν δέκονται N. 5.38
ἐύφ[ρον]α λαόν (dubitanter coni. Erbse) Πα.. 1. τὶν γὰρ εὔφρων ἕψεται πρώτα θυγάτηρ ὁδοῦ Παρθ. 2. 67.b of things, kindly, benevolentΜοῖῤ, ἅ τε πατρώιον τῶνδ' ἔχει τὸν εὔφρονα πότμον O. 2.36
πολύβοσκον γαῖαν ἀνθρώποισι καὶ εὔφρονα μήλοις O. 7.63
ἐκάλει νύκτας τε καὶ πόντου κελεύθους ἄματά τ' εὔφρονα pr. P. 4.196 ὁ δὲ λοιπὸς εὔφρων ποτὶ χρόνος ἕρποι pr. N. 7.67 [ εὐφρόνων πόνων ( εὐφόρων v. l.) N. 10.24]εὔφρον' ἐς οἶκον Pae. 6.115
c frag. ] εὔφρων γαρ[ P. Oxy. 1892. fr. 41. -
7 κόμα
1 hairἀμφὶ κόμαισι βάλῃ κόσμον ἐλαίας O. 3.13
τρία ἔργα ποδαρκὴς ἁμέρα θῆκε κάλλιστ' ἀμφὶ κόμαις O. 13.39
κομᾶν πλόκαμοι P. 4.82
γέρας ἀμφέβαλε τεαῖσιν κόμαις P. 5.31
δάφνᾳ τε χρυσέᾳ κόμας ἀναδήσαντες P. 10.40
βελέων ὑπὸ ῥιπαῖσι κείνου φαιδίμαν γαίᾳ πεφύρσεσθαι κόμαν ἔνεπεν N. 1.68
ἀνδησάμενός τε κόμαν ἐν πορφυρέοις ἔρνεσιν N. 11.28
Δωρίων αὐτῷ στεφάνωμα κόμᾳ πέμπεν ἀναδεῖσθαι σελίνων I. 2.15
ὦ χρυσέᾳ κόμᾳ θάλλων, πόρε, Λοξία I. 7.49
τότε χρύσεαι ἀέρος ἔκρυψαν κόμαι ἐπιχώριον κατάσκιον νῶτον ὑμέτερον Pindar speaks of Aigina, nymph and island Πα.. 13. ῥόδα τε κόμαισι μείγνυται fr. 75. 17. -
8 χρύσεος
χρύσεος (-έῳ, -εον. -έων, -έων, -έοις: -έα, -έας, -έας, -έᾳ, -έαν, -έα, -εαι, -εᾶν, -έαις(ι), - έαις(ιν), -έας; -έῳ, -εον, -έων, -έων, -έοις: synizesis is allowed only when the first syllable is long: χρᾰς- occurs 10 times, O. 1.87, P. 3.73, P. 4.4, 144, 231, P. 9.56, P. 10.40, N. 5.7, I. 7.49, Pae. 6.92)a golden of things, i. e. made of, decorated with gold; esp. of that which belongs to the gods.θεὸς ἔδωκεν δίφρον τε χρύσεον πτέροισίν τ' ἀκάμαντας ἵππους O. 1.87
χρυσέας ὑποστάσαντες κίονας O. 6.1
βρέχε θεῶν βασιλεὺς ὁ μέγας χρυσέαις νιφάδεσσι πόλιν (Tricl.: - έαισι codd.) O. 7.34χρυσέα φόρμιγξ P. 1.1
χρυσέοις τόξοισιν P. 3.9
Κρόνου παῖδας βασιλῆας ἴδον χρυσέαις ἐν ἕδραις P. 3.94
χρυσέαν φιάλαν P. 4.193
“ἄφθιτον στρωμνὰν ἀγέσθω, κῶας αἰγλᾶεν χρυσέῳ θυσάνῳ” P. 4.231 ἔνεικέ τε χρυσέῳ παρθένον ἀγροτέραν δίφρῳ (sc. Ἀπόλλων) P. 9.6 “ δώμασιν ἐν χρυσέοις” (in Olympos) P. 9.56χρυσέων ἐς ἄδυτον τριπόδων θησαυρὸν P. 11.4
φόρμιγγ' Ἀπόλλων ἑπτάγλωσσον χρυσέῳ πλάκτρῳ διώκων N. 5.24
χρυσέων δ' Αἴας στερηθεὶς ὅπλων φόνῳ πάλαισεν N. 8.27
“ οὐρανοῦ ἐν χρυσέοις δόμοισιν” N. 10.88 χρυσέων οἴκων ἄναξ (sc. Ἡρακλέης) I. 4.60 χάλκεοι μὲν τοῖχοι χρύσεαι δ' ἓξ ὑπὲρ αἰετοῦ ἄειδον Κηληδόνες (of the third Delphic temple of Apollo) Πα... κεκρότηται χρυσέα κρηπὶς ἱεραῖσιν ἀοιδαῖς fr. 194. 1. μάλων χρυσέων φύλαξ (sc. Πίνδαρος) fr. 288. χρυσέων βελέων ἐντὶ τραυματίαι (of those greedy for gold) fr. 223.b gold in colour “ σθένος ἀελίου χρύσεον λεύσσομεν” P. 4.144ὦ χρυσέᾳ κόμᾳ θάλλων Λοξία I. 7.49
νέφεσσι δ' ἐν χρυσέοις Ὀλύμποιο Pae. 6.92
τότε χρύσεαᾰ ἀέρος ἔκρυψαν κόμαι ἐπιχώριον κατάσκιον νῶτον ὑμέτερον Pae. 6.137
c magnificent, splendid, of horses, χρυσέαισί τ' ἀν ἵπποις (Er. Schmid: -αισίν ἀν, -έαις κἀν codd.) O. 1.41ἀν' ἵπποις χρυσέαις O. 8.51
χρυσέαισιν ἵπποις fr. 30. 2. of crowns,κόσμον ἐπὶ στεφάνῳ χρυσέας ἐλαίας ἁδυμελῆ κελαδήσω O. 11.13
δάφνᾳ τε χρυσέᾳ κόμας ἀναδήσαντες P. 10.40
Ὀλυμπιάδων φύλλοις ἐλαιᾶν χρυσέοις μιχθέντα N. 1.17
of gods,χρύσεαι παῖδες εὐβούλου Θέμιτος O. 13.8
ἀπὸ χρυσεᾶν Νηρηίδων N. 5.7
χρυσέας ἐν γούνασιν πίτνοντα Νίκας I. 2.26
αἰτέομαι χρυσέαν καλέσαι Μοῖσαν I. 8.5
generally,ὑγίειαν ἄγων χρυσέαν P. 3.73
χρυσέων Διὸς αἰετῶν P. 4.4
χρυσέα κλυτόμαντι Πυθοῖ Pae. 6.1
-
9 ἀναδέω
ἀναδέω, poet. [full] ἀνδέω, [dialect] Att. [var] contr. part. ἀναδῶν (infr. 1.2): [tense] fut. - δήσω: [tense] aor. ἀνέδησα (v. infr.): [tense] pf. ἀναδέδεκα Nic.Dam.p.113D.:— [voice] Med. and [voice] Pass., [dialect] Att. [var] contr. ἀναδοῦνται, ἀναδούμενος (infr. 1.2, 111):— [voice] Pass., [tense] pf. - δέδεμαι:—A bind, iie up, wreath,δάφνᾳ κόμας ἀναδήσαντες Pi.P.10.40
;στέφανοι ἀνέδησαν ἔθειραν I.5(4).9
:—[voice] Med., ἀναδέεσθαι τὰς κεφαλὰς μίτρῃσι bind their heads.., Hdt.1.195; ἀνδησάμενος κόμαν having wreathed one's hair, Pi.N.11.28, cf. I.1.28:—so in [voice] Pass.,μίτρᾳ ἀναδεδεμένος τὴν κόμην Luc.DDeor.18.1
; κρωβύλον ἀναδεῖσθαι τῶν τριχῶν bind one's hair into a knot, Th.1.6; στέμμ' ἀναδησάμενος having bound his brows with the fillet, Epigr.Gr.873.4 ([place name] Cyrene); τίς τοσάσδε.. ἀνεδήσατο νίκας; who has won so many crowns of victory? Simon.10: metaph.,τὴν ἀρχήν App.BC1.84
; κλέος, κράτος, Procop.Vand.2.27, Pers.1.14;ἆθλον Chor.Zach.6.9
.2 c. acc. pers., crown,τινὰ στεφάνοις Pi.P.2.6
; λήροις (Com. for στεφάνοις)ἀναδῶν τοὺς νικῶντας Ar.Pl. 589
; ἀ. τινὰ εὐαγγέλια crown him for good tidings, 764;τὸν ἡνίοχον Th.5.50
:—metaph. in [voice] Pass., τροφῇ τε καὶ τοῖς ἄλλοις πἀσιν, ὅσων βίος δεῖται, ἀναδοῦνται are well furnished with.., Pl.R. 465d.II ἀναδῆσαι τὴν πατριὴν ἐς ἑκκαιδέκατον θεόν trace one's family to a god in the sixteenth generation, Hdt.2.143.III [voice] Med., fasten by a rope to oneself,ὤνευον ἀναδούμενοι τοὺς σταυρούς Th.7.25
; esp. of a ship, take in tow,1.50
, 2.90, etc.: metaph., ἀναδεῖσθαί τινας attach them to oneself, Aristid. Or.46(3).25, Ael.VH4.9, Luc.Im.1;ἀπὸ τῶν ὤτων τινὰ ἀναδησάμενος Id.Scyth.11
; ἀναδεῖσθαί τι ἔκ τινος makedependent upon.., Plu.2.222e;ἐκ τοῦ φιλοκάλου μάλιστα τῆς ψυχῆς ἀναδούμενος τὴν πίστιν 343a
:— [voice] Pass., ἀναδεδέσθαι ἔκ τινος, εἰς τὴν ὀροφήν, Id. Dio 26, Eum. 11.
Перевод: со всех языков на все языки
со всех языков на все языки- Со всех языков на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий
- Русский